- ἐπαινετική
- ἐπαινετικόςgiven to praisingfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγκώμιο — Στην αρχαιότητα, άσμα που εξυμνούσε τον νικητή ενός αγώνα ή τις αρετές και τις καλές πράξεις κάποιου. Ο Αριστοτέλης διακρίνει το ε. από τον έπαινο, επειδή «ο έπαινος της αρετής, τα δε εγκώμια των έργων». Ορισμένες από τις ωδές του Πινδάρου… … Dictionary of Greek
ευφημώ — (ΑΜ εὐφημῶ, έω, Α δωρ. τ. εὐφαμέω) [εύφημος] 1. αποφεύγω κάθε δυσοίωνη λέξη, αποφεύγω τις βλασφημίες, μεταχειρίζομαι ευοίωνες λέξεις («φέρτε δὲ χερσὶν ὕδωρ, εὐφημῆσαί τε κέλεσθε», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ επέκτ.) τηρώ θρησκευτική σιγή 3. επαινώ,… … Dictionary of Greek
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek
φιλεγκώμιος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να λέει ή να ακούει εγκωμιαστικούς λόγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐγκώμιον «επαινετική ωδή»] … Dictionary of Greek
Γκος, Αντρέ Λουί — (Louis André Gosse, 1791 – 1873). Ελβετός γιατρός και φιλέλληνας. Υπήρξε ένας από τους ιδρυτές της Εφημερίδας της Γενεύης.Σπούδασε ιατρική στο Παρίσι, όπου διακρίθηκε τόσο για τις επαγγελματικές επιδόσεις του όσο και για τις φιλελεύθερες ιδέες… … Dictionary of Greek
Δημώναξ — (2ος αι. μ.Χ.). Κύπριος φιλόσοφος που έζησε στην Αθήνα. Ο Λουκιανός έγραψε μία επαινετική βιογραφία του με τίτλο Δημώνακτος βίος. Καταγόταν από ευγενή οικογένεια, προτίμησε όμως τον λιτό βίο του κυνικού και έγινε μαθητής κυνικών φιλοσόφων της… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek